Arhailine στα ελληνικά
Μετάφραση: arhailine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαρχαιωμένος, αρχαίος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- argumentatsioon στα ελληνικά - συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής
- argus στα ελληνικά - δειλία, δειλίας, τη δειλία, ανανδρία, cowardice
- arhangelsk στα ελληνικά - αρχάγγελος, Αρχάγγελσκ, Arkhangelsk, Περιφέρεια Αρχάγγελσκ
- arheoloog στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολόγος, αρχαιολόγο, αρχαιολόγου, ο αρχαιολόγος, τον αρχαιολόγο
Τυχαίες λέξεις
Arhailine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, αρχαίος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, αρχαίος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής