Απαρχαιωμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arhailine, vanamoeline, vananenud, aegunud, iganenud, Outdated, aegunenud
Απαρχαιωμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, απαρχαιωμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απαραβίαστο στα εσθονικά - vagadus, pühadus, puutumatusele, puutumatust, puutumatus, puutumatuse, puutumatu
  • απαριθμώ στα εσθονικά - osa, detail, loetlema, loetleda, loendada, nummerdada
  • απαστράπτω στα εσθονικά - sätendama, loit, põletatud, väljajoondumise, väljajoondumine, ägenemine
  • απασχολημένος στα εσθονικά - kinni, hõivatud, toimekas, kiire, tegevusterohket, kiiretes
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: arhailine, vanamoeline, vananenud, aegunud, iganenud, Outdated, aegunenud