Asum στα ελληνικά
Μετάφραση: asum, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεμέλιο, ίδρυμα, ίδρυση, βάθρο, Asum
Μεταφράσεις
- asukas στα ελληνικά - κάτοικος, κάτοχος, νοικάρης, κολίγας, ένοικος, μόνιμος, κάτοικο, ...
- asukoht στα ελληνικά - τοποθεσία, κατάσταση, θέση, τοποθεσίας, τοποθεσιών, των τοποθεσιών
- asuma στα ελληνικά - κατοικώ, διαμένω, είναι, να, να είναι, ήταν
- asunik στα ελληνικά - οικιστής, άποικος, εποίκου, άποικο, αποίκου, εποίκου της
Τυχαίες λέξεις
Asum στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεμέλιο, ίδρυμα, ίδρυση, βάθρο, Asum
Μεταφράσεις: θεμέλιο, ίδρυμα, ίδρυση, βάθρο, Asum