Domineerima στα ελληνικά

Μετάφραση: domineerima, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Domineerima στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dollar στα ελληνικά - δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
  • dominantsus στα ελληνικά - Η, Το, ο, την, τη
  • domineerimine στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
  • domineeriv στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
Τυχαίες λέξεις
Domineerima στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν