Kähku στα ελληνικά
Μετάφραση: kähku, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομα, γοργός, γρήγορος, σύντομος, γρήγορα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη
Μεταφράσεις
- kähisev στα ελληνικά - βραχνός, τραχύς, βραχνή, βραχνό, τη βραχνή, σπασμένη
- kähmama στα ελληνικά - αρπάζω, αρπαγή, άρπαγμα, αρπάξει, αρασέ
- kähmlema στα ελληνικά - συμπλοκή, σύρραξη, από συμπλοκή, μια συμπλοκή, μάλωμα
Τυχαίες λέξεις
Kähku στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομα, γοργός, γρήγορος, σύντομος, γρήγορα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη
Μεταφράσεις: σύντομα, γοργός, γρήγορος, σύντομος, γρήγορα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη