Σύντομος στα εσθονικά

Μετάφραση: σύντομος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varsti, lakooniline, kähku, põgus, tabav, mõttetihe, peagi, lühike, lühidalt, lühikese, lühikest, lühikesed
Σύντομος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντομος

σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος αντίθετο, σύντομος εισαγωγή εις την παλαιάν διαθήκη, σύντομος δρόμος, σύντομος λεξικό γλώσσας εσθονικά, σύντομος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σύντμηση στα εσθονικά - lühend, lühendit, lühendi, lühendiga
  • σύντομα στα εσθονικά - peagi, põgusalt, varsti, lühidalt, kähku, kiiresti, niipea, ...
  • σύντροφος στα εσθονικά - kompanjon, seltsiline, saatja, kaaslane, partner, kaaslase, kaaslaseks, ...
  • σύριγγα στα εσθονικά - süstal, prits, süstlas, süstla, süstalt, süstlaga
Τυχαίες λέξεις
Σύντομος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: varsti, lakooniline, kähku, põgus, tabav, mõttetihe, peagi, lühike, lühidalt, lühikese, lühikest, lühikesed