Kindlakäeliselt στα ελληνικά
Μετάφραση: kindlakäeliselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφικτά, σταθερά, ακράδαντα, καλά, σθεναρά, γερά
Μεταφράσεις
- kindlaksmääratud στα ελληνικά - σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
- kindlakstegemine στα ελληνικά - αναγνώριση, ταύτιση, αναγνώρισης, ταυτοποίηση, ταυτοποίησης
- kindlalt στα ελληνικά - σφικτά, ακράδαντα, σταθερά, καλά, σθεναρά, γερά
Τυχαίες λέξεις
Kindlakäeliselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφικτά, σταθερά, ακράδαντα, καλά, σθεναρά, γερά
Μεταφράσεις: σφικτά, σταθερά, ακράδαντα, καλά, σθεναρά, γερά