Lüliti στα ελληνικά
Μετάφραση: lüliti, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιάζω, έλεγχος, αλλαγή, αλλάζω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lükkama στα ελληνικά - σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
- lülitama στα ελληνικά - αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
- lülituskilp στα ελληνικά - πίνακα, τηλεφωνικό κέντρο, πίνακας, πινάκων, τηλεφωνικό
- lülitusseade στα ελληνικά - συσκευή μεταγωγής, διάταξη μεταγωγής, συσκευής μεταγωγής, συσκευή διανομής, διάταξη απενεργοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Lüliti στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιάζω, έλεγχος, αλλαγή, αλλάζω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
Μεταφράσεις: εξουσιάζω, έλεγχος, αλλαγή, αλλάζω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση