Laar στα ελληνικά
Μετάφραση: laar, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγειρεύω, βράζω, βράσιμο, ποτό, σμένη ημερομηνία, τισμένα, ματισμένη ώρα
Μεταφράσεις
- laagrikael στα ελληνικά - το έδρανο, το ρουλεμάν, ο στροφέας, ο τριβέας, η διόπτευση
- laagriplats στα ελληνικά - καταυλισμός, στρατόπεδο, κατασκήνωση, στρατοπέδου, καταυλισμό, το στρατόπεδο
- laastama στα ελληνικά - αποδεκατίζω, καταστρέφω, ρημάζω, ερημώνω, αφανίζω, ερήμωση, ερημώ, ...
- laastamine στα ελληνικά - ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που
Τυχαίες λέξεις
Laar στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγειρεύω, βράζω, βράσιμο, ποτό, σμένη ημερομηνία, τισμένα, ματισμένη ώρα
Μεταφράσεις: μαγειρεύω, βράζω, βράσιμο, ποτό, σμένη ημερομηνία, τισμένα, ματισμένη ώρα