Märatsema στα ελληνικά
Μετάφραση: märatsema, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όργιο, ταραχή, διθυραμβικός, ενθουσιώδης, πληθώρα, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mära στα ελληνικά - φοράδα, Mare, φοράδας, Μάρε, φοράδων
- märatseja στα ελληνικά - ταραξίας, οχλαγωγός, ταραχή
- märgala στα ελληνικά - υγροτόπων, υγρότοπος, υγρότοπο, υγροτόπου, υγρότοπου
- märgatav στα ελληνικά - αισθητή, αξιοσημείωτη, αξιοσημείωτο, εμφανής, εμφανή
Τυχαίες λέξεις
Märatsema στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όργιο, ταραχή, διθυραμβικός, ενθουσιώδης, πληθώρα, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη
Μεταφράσεις: όργιο, ταραχή, διθυραμβικός, ενθουσιώδης, πληθώρα, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη