Διθυραμβικός στα εσθονικά
Μετάφραση: διθυραμβικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märatsema, sonima, dithyrambic
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διθυραμβικός
διθυραμβικός λεξικο, διθυραμβικός σημασια, διθυραμβικός χορός, διθυραμβικός ετυμολογια, διθυραμβικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, διθυραμβικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διηγούμαι στα εσθονικά - ütlema, tulenema, rääkima, etlema, lugema, rääkiv, Loetleda, ...
- διηθώ στα εσθονικά - imbuma, filtreerima, tõug, venitus, filter, pinge, infiltreeruma, ...
- δικάζω στα εσθονικά - kohtunik, otsustama, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul
- δικαίωμα στα εσθονικά - otse, sirgestama, õigus, õige, paremale, paremal, parem
Τυχαίες λέξεις
Διθυραμβικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: märatsema, sonima, dithyrambic
Μεταφράσεις: märatsema, sonima, dithyrambic