Parim στα ελληνικά

Μετάφραση: parim, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερασπιστής, πρωταθλητής, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερο, καλύτερη, καλύτερες
Parim στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hostia στα ελληνικά - φιλοξενώ, οικοδεσπότης
  • kivikana στα ελληνικά - πέρδικα, κοτόπουλο, κοτόπουλου, Chicken, το κοτόπουλο, κότας
  • livree στα ελληνικά - οικοστολή, στολή, διακριτικά, livery, στολή του
  • morn στα ελληνικά - μελαγχολικός, συννεφιασμένος, ζοφερός, απαισιόδοξος, θλιβερός, θλιβερό, θλιβερή, ...
Τυχαίες λέξεις
Parim στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερασπιστής, πρωταθλητής, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερο, καλύτερη, καλύτερες