Vannutatud στα ελληνικά
Μετάφραση: vannutatud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκισμένος, ορκίζομαι, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elegantne στα ελληνικά - εκλεπτυσμένος, κομψός, κομψό, κομψά, κομψή, το κομψό
- hauakaevaja στα ελληνικά - νεκροθάφτη, νεκροθάφτης
- kasarmud στα ελληνικά - στρατώνας, Στρατώνες, Στρατώνας, Στρατόπεδο, Barracks, αποδοκιμασίες
- kinnine στα ελληνικά - επιφυλακτικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, κρατημένος, αποπνικτικός, κλειστό, κλειστός, ...
Τυχαίες λέξεις
Vannutatud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκισμένος, ορκίζομαι, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Μεταφράσεις: ορκισμένος, ορκίζομαι, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς