Ορκίζομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanduma, vannutatud, vannun, vanduda, vannovat
Ορκίζομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, ορκίζομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα εσθονικά - kahtlemata, kindlalt, kindlasti, lõplikult
  • οριστικός στα εσθονικά - selge, kindel, määrav, lõplik, lõpliku, lõplikud, lõplike, ...
  • ορκισμένος στα εσθονικά - vannutatud, vannutati, vande all antud, vande all, vandunud
  • ορμέμφυτος στα εσθονικά - impulsiivne, instinktiivne, vaistlik, instinktiivselt, instinktiivsed, instinktiivsel
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vanduma, vannutatud, vannun, vanduda, vannovat