Βοήθημα στα ισλανδικά
Μετάφραση: βοήθημα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjálp, aðstoð, aðstoðin, aðstoðar, skyndihjálp
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοήθημα
βοήθημα βιολογίας γ γυμν, βοήθημα ιλιάδας β γυμν, βοήθημα 500 ευρώ, βοήθημα φυσικής γ γυμν, βοήθημα γλώσσας β γυμν, βοήθημα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βοήθημα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βλοσυρός στα ισλανδικά - harður, Grímur, ljótan, Grímr, Grími, Grím
- βοήθεια στα ισλανδικά - hjálp, fylgja, styðja, aðstoð, gagn, fylgi, hjálpa, ...
- βοηθητικός στα ισλανδικά - tengd, hjálparhópur, hjálparefni, hjálparvélar, hjálparefnið
- βοηθός στα ισλανδικά - fylgi, aðstoð, hjálp, aðstoðarmaður, gagn, Assistant, aðstoðarframkvæmdastjóri, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοήθημα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hjálp, aðstoð, aðstoðin, aðstoðar, skyndihjálp
Μεταφράσεις: hjálp, aðstoð, aðstoðin, aðstoðar, skyndihjálp