Βοηθός στα ισλανδικά

Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylgi, aðstoð, hjálp, aðstoðarmaður, gagn, Assistant, aðstoðarframkvæmdastjóri, Aðstoðarkennari, aðstoðarutanríkisráðherra
Βοηθός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθός

βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βοηθός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βοήθημα στα ισλανδικά - hjálp, aðstoð, aðstoðin, aðstoðar, skyndihjálp
  • βοηθητικός στα ισλανδικά - tengd, hjálparhópur, hjálparefni, hjálparvélar, hjálparefnið
  • βοηθώ στα ισλανδικά - aðstoð, hjálp, hjálpa, hjálpað, að hjálpa, hjálpar
  • βολή στα ισλανδικά - kasta, kast, skot, skotið, skaut, náði, átti
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fylgi, aðstoð, hjálp, aðstoðarmaður, gagn, Assistant, aðstoðarframkvæmdastjóri, Aðstoðarkennari, aðstoðarutanríkisráðherra