Afleiðing στα ελληνικά
Μετάφραση: afleiðing, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκβαση, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, επίπτωση, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aflangur στα ελληνικά - επιμήκης, μακρόστενο, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει, προβλέπουν
- afleitur στα ελληνικά - αδύνατον, πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
- afli στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
- aflát στα ελληνικά - επιείκεια, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής
Τυχαίες λέξεις
Afleiðing στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκβαση, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, επίπτωση, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Μεταφράσεις: έκβαση, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, επίπτωση, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος