Επίπτωση στα ισλανδικά

Μετάφραση: επίπτωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afleiðing, tíðni, nýgengi, tíðnin
Επίπτωση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίπτωση

επίπτωση στα αγγλικά, επίπτωση επιπολασμός ορισμός, επίπτωση ασθένειας, επίπτωση νόσου, επίπτωση επιπολασμός, επίπτωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίπτωση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίπλωση στα ισλανδικά - húsbúnaður, húsgögn, innrétting, Innréttingar, áhöld
  • επίπονος στα ισλανδικά - laborious
  • επίρρημα στα ισλανδικά - atviksorð
  • επίσημα στα ισλανδικά - opinberlega, formlega, opinbert, opinbera
Τυχαίες λέξεις
Επίπτωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afleiðing, tíðni, nýgengi, tíðnin