Έκβαση στα ισλανδικά
Μετάφραση: έκβαση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afleiðing, niðurstaða, niðurstöðu, niðurstaðan, útkoman, niðurstöður
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έκβαση
έκβαση λεξικό, εκβαση συνώνυμο, έκβαση στα αγγλικά, έκβαση ορισμός, έκβαση english, έκβαση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έκβαση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- έθιμο στα ισλανδικά - vandi, sérsniðin, sérsniðna, sérsniðnum, sérsniðnar, siðvenja
- έθνος στα ισλανδικά - þjóð, þjóðin, þjóðarinnar, ríki, þjóðinni
- έκδηλος στα ισλανδικά - bersýnilegur, auðséður, farmskrá, augljóst, í ljós, augljósa, augljós
- έκδοση στα ισλανδικά - mál, málið, tölublað, útgáfu, málefni
Τυχαίες λέξεις
Έκβαση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afleiðing, niðurstaða, niðurstöðu, niðurstaðan, útkoman, niðurstöður
Μεταφράσεις: afleiðing, niðurstaða, niðurstöðu, niðurstaðan, útkoman, niðurstöður