Dvöl στα ελληνικά

Μετάφραση: dvöl, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατριβή, μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Dvöl στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dveljast στα ελληνικά - μένω, παραμένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
  • dvergur στα ελληνικά - επισκιάζω, νάνος, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
  • dyggð στα ελληνικά - προσόν, αρετή, προτέρημα, φρονιμάδα, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
  • dylja στα ελληνικά - κρύβομαι, κρύβω, συγκάλυψη, Μασκαρίσματος, Masking, Μασκάρισμα, Επικάλυψης
Τυχαίες λέξεις
Dvöl στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατριβή, μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει