Sjómaður στα ελληνικά

Μετάφραση: sjómaður, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναύτης, ψαράς, ψαρά, αλιέα, αλιείς, αλιέας
Sjómaður στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sjálfsagt στα ελληνικά - σίγουρα, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον
  • sjálfur στα ελληνικά - τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, εαυτό, μόνοι σας
  • sjón στα ελληνικά - όραση, οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής
  • sjónvarp στα ελληνικά - τηλεόραση, TV, τηλεόρασης, δορυφορική, τηλεοπτικών
Τυχαίες λέξεις
Sjómaður στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναύτης, ψαράς, ψαρά, αλιέα, αλιείς, αλιέας