Asegurar στα ελληνικά
Μετάφραση: asegurar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξασφαλίζω, βεβαιώνω, ασφαλής, διαβεβαιώνω, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εχέγγυο, αντίκρισμα, εδραιώνω, βεβαιώνομαι, εγγύηση, διασφαλίζω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asegurador στα ελληνικά - ασφαλιστής, ασφαλιστή, ασφαλιστική, ασφάλισης, ασφαλιστική εταιρεία
- aseguramiento στα ελληνικά - εγγύηση, διαβεβαίωση, σιγουριά, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, διασφάλιση της
- asemejar στα ελληνικά - μοιάζουν, μοιάζουν με, μοιάζει, μοιάζει με, ομοιάζουν
- asentar στα ελληνικά - καθίζω, κάθισμα, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Asegurar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξασφαλίζω, βεβαιώνω, ασφαλής, διαβεβαιώνω, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εχέγγυο, αντίκρισμα, εδραιώνω, βεβαιώνομαι, εγγύηση, διασφαλίζω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί
Μεταφράσεις: εξασφαλίζω, βεβαιώνω, ασφαλής, διαβεβαιώνω, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εχέγγυο, αντίκρισμα, εδραιώνω, βεβαιώνομαι, εγγύηση, διασφαλίζω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί