Autónomo στα ελληνικά
Μετάφραση: autónomo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autógrafo στα ελληνικά - αυτόγραφο, αυτόγραφό, το αυτόγραφό, αυτόγραφου, το αυτόγραφο
- autómata στα ελληνικά - αυτόματο, αυτόματου, automaton, αυτομάτου, αυτόματο που
- auxiliar στα ελληνικά - βοηθώ, βοηθός, βοηθητικός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
- auxilio στα ελληνικά - βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Τυχαίες λέξεις
Autónomo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο