Impedimento στα ελληνικά
Μετάφραση: impedimento, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- impasible στα ελληνικά - ατάραχος, απαθής, ασυγκίνητος, ασυγκίνητο, ασυγκίνητοι, ασυγκίνητους, ασυγκίνητος μπροστά
- impecable στα ελληνικά - αλάθητος, άχραντος, άψογος, άψογη, επίσης πολλές, άψογο, την άψογη
- impedir στα ελληνικά - προλαβαίνω, παρακωλύω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλυσιεργώ, αποτρέπω, πρόληψη, ...
- impeler στα ελληνικά - εξωθώ, παρακινώ, διεγείρω, αναγκάζω, ωθώ, παροτρύνω, εξωθήσει
Τυχαίες λέξεις
Impedimento στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
Μεταφράσεις: στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια