Legítimo στα ελληνικά
Μετάφραση: legítimo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανοικτός, νόμιμος, καθαρός, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Μεταφράσεις
- legua στα ελληνικά - κατηγορία, πρωτάθλημα, συνασπισμός, αρένα, πρωταθλήματος, στην αρένα
- legumbre στα ελληνικά - λαχανικό, όσπριο, ψυχανθών, οσπρίων, οσπρίου, όσπρια
- lejano στα ελληνικά - απόμακρος, μακριά, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, πολύ, μέτρο, ...
- lejanía στα ελληνικά - απόσταση, μεγάλη απόσταση, απόστασης, απομακρυσμένου, απομακρυσμένο
Τυχαίες λέξεις
Legítimo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανοικτός, νόμιμος, καθαρός, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Μεταφράσεις: ανοικτός, νόμιμος, καθαρός, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο