Limitación στα ελληνικά

Μετάφραση: limitación, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, περιορισμός, τσιγκουνεύομαι, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Limitación στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lima στα ελληνικά - υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ...
  • limar στα ελληνικά - πίφερο, λιμάρω, βερνίκι, γυαλίζω, λούστρο, στιλβώνω, υποβάλλω, ...
  • limitar στα ελληνικά - συντομεύω, περιορίζω, κοπή, ελαττώνω, περιστέλλω, κόψιμο, κόβω, ...
  • limo στα ελληνικά - γλίτσα, λάσπη, λάσπης, ιλύ, προσχώσεις, της λάσπης
Τυχαίες λέξεις
Limitación στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, τσιγκουνεύομαι, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της