Proporcionar στα ελληνικά
Μετάφραση: proporcionar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκευάζω, προνοώ, παροχή, παρέχω, χορήγηση, προσαρμόζω, προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- actualización στα ελληνικά - ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης
- bilateral στα ελληνικά - διμερής, διμερείς, διμερών, διμερή, διμερούς
- inodoro στα ελληνικά - τουαλέτα, αποχωρητήριο, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας
- mientras στα ελληνικά - ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι
Τυχαίες λέξεις
Proporcionar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκευάζω, προνοώ, παροχή, παρέχω, χορήγηση, προσαρμόζω, προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Μεταφράσεις: διασκευάζω, προνοώ, παροχή, παρέχω, χορήγηση, προσαρμόζω, προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει