Abilità στα ελληνικά
Μετάφραση: abilità, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοτεχνία, επιδεξιότητα, ικανότητα, δεξιοτεχνία, τέχνη, επιτηδειότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abile στα ελληνικά - προχωρημένος, ικανός, επιδέξιος, προικισμένος, έξυπνος, επιτήδειος, εμπειρογνώμων, ...
- abilitazione στα ελληνικά - ικανότητα, ταλέντο, κλίση, πρόκριση, προτέρημα, Ενεργοποίηση, Ενεργοποιήστε, ...
- abisso στα ελληνικά - χάσμα, κόλπος, γκρεμός, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, ...
- abitabile στα ελληνικά - κατοικήσιμος, Κατοικήσιμη, κατοικήσιμο, ενδιαιτήσεως, κατοικήσιμα
Τυχαίες λέξεις
Abilità στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοτεχνία, επιδεξιότητα, ικανότητα, δεξιοτεχνία, τέχνη, επιτηδειότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Μεταφράσεις: φιλοτεχνία, επιδεξιότητα, ικανότητα, δεξιοτεχνία, τέχνη, επιτηδειότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά