Επιδεξιότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: επιδεξιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destrezza, perizia, abilità, la destrezza, manualità, di destrezza
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδεξιότητα
επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, επιδεξιότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- επιδεικτικός στα ιταλικά - suscettibile, ostentato, appariscente, vistoso, vistosa, vistosi, vistose
- επιδεινώνω στα ιταλικά - aggravare, peggiorare, composto, peggiora, aggrava, peggiorano, peggiora il, ...
- επιδικάζω στα ιταλικά - decidere, aggiudicare, giudicano, statuire, adjudge
- επιδιώκω στα ιταλικά - proseguire, inseguire, perseguire, woo, corteggiare, corteggia, Corteggi
Τυχαίες λέξεις
Επιδεξιότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: destrezza, perizia, abilità, la destrezza, manualità, di destrezza
Μεταφράσεις: destrezza, perizia, abilità, la destrezza, manualità, di destrezza