Δεξιοτεχνία στα ιταλικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abilità, artigianato, artigianale, arte, artigianalità, maestria
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας ιταλικά, δεξιοτεχνία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα ιταλικά - cisterna, serbatoio, carro armato, vasca, serbatoio di
- δεξιοτέχνης στα ιταλικά - padrone, campione, maestro, abile, sapiente, tua destrezza, destrezza, ...
- δεξιός στα ιταλικά - retto, giusto, diritto, dritto, esattamente, destra, giustamente, ...
- δερμάτινος στα ιταλικά - cuoio, pelle, in pelle, in pelle di, di pelle
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: abilità, artigianato, artigianale, arte, artigianalità, maestria
Μεταφράσεις: abilità, artigianato, artigianale, arte, artigianalità, maestria