Alimentare στα ελληνικά
Μετάφραση: alimentare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιτίζω, τρέφω, καλλιεργώ, τροφοδοτώ, ταΐζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alienare στα ελληνικά - αλλοτριώνω, αποξενώνω, αποξενώσει, αποξενώνουν, αποξενώσουν, αποξενώνει, αποξενώνουν τους
- alieno στα ελληνικά - εξωγήινος, αλλοδαπός, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένα, εξωγήινων
- alimentazione στα ελληνικά - θρέψη, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
- alimento στα ελληνικά - φαγητό, τροφή, θρέψη, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
Τυχαίες λέξεις
Alimentare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιτίζω, τρέφω, καλλιεργώ, τροφοδοτώ, ταΐζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Μεταφράσεις: σιτίζω, τρέφω, καλλιεργώ, τροφοδοτώ, ταΐζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών