Καλλιεργώ στα ιταλικά
Μετάφραση: καλλιεργώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alimentare, nutrire, crescere, coltivare, crescita, crescerà, svilupparsi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργώ
καλλιεργώ φασόλια, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ αρακά, καλλιεργώ λαχανικά φρούτα αρωματικά φυτά, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, καλλιεργώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καλκάνι στα ιταλικά - rombo, rombo chiodato, il rombo, del rombo chiodato, il rombo chiodato
- καλλιεργημένος στα ιταλικά - fine, colto, colta, coltivate, coltura, in coltura
- καλλιτέχνης στα ιταλικά - artista, dell'artista, artista a, artisti
- καλλιτεχνία στα ιταλικά - abilità artistica, arte, artistico, artistica, artistry
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: alimentare, nutrire, crescere, coltivare, crescita, crescerà, svilupparsi
Μεταφράσεις: alimentare, nutrire, crescere, coltivare, crescita, crescerà, svilupparsi