Ampio στα ελληνικά

Μετάφραση: ampio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάσκος, ευρύς, ευρύχωρος, μεγάλος, πλήρης, χαλαρός, πλατύς, φαρδύς, περιεκτικός, εκτεταμένος, διεξοδικός, μπόσικος, λυτός, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Ampio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amoroso στα ελληνικά - στοργικός, τρυφερός, αγάπη, αγάπης, αγαπώντας
  • ampiezza στα ελληνικά - βαθμός, έκταση, εύρος, φάρδος, πλάτος, πλάτους, εύρους, ...
  • amplesso στα ελληνικά - αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
  • ampliamento στα ελληνικά - διεύρυνση, διαστολή, εξάπλωση, μεγέθυνση, επέκταση, παράταση, επέκτασης, ...
Τυχαίες λέξεις
Ampio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάσκος, ευρύς, ευρύχωρος, μεγάλος, πλήρης, χαλαρός, πλατύς, φαρδύς, περιεκτικός, εκτεταμένος, διεξοδικός, μπόσικος, λυτός, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα