Λάσκος στα ιταλικά

Μετάφραση: λάσκος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rilasciare, floscio, lasciare, allentato, largo, ampio, rilassato, lento, sciolto, libero, Laskos
Λάσκος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λάσκος

λάσκος αλέξανδρος, λάσκος νυφικά, λάσκος δημήτρης, λάσκοσ ορέστησ, λάσκος φορέματα, λάσκος λεξικό γλώσσας ιταλικά, λάσκος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • λάπαθο στα ιταλικά - acetosa, acetosella, sorrel, sauro, dell'acetosa
  • λάρνακα στα ιταλικά - urna, santuario, Shrine, sacrario, tempio, sacrario di
  • λάσπη στα ιταλικά - melma, stillare, cemento, fango, limo, rinsaldare, di fango, ...
  • λάστιχο στα ιταλικά - gomma, di gomma, in gomma, caucciù, della gomma
Τυχαίες λέξεις
Λάσκος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rilasciare, floscio, lasciare, allentato, largo, ampio, rilassato, lento, sciolto, libero, Laskos