Ampliare στα ελληνικά

Μετάφραση: ampliare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνω, εκτείνομαι, διαστέλλω, πλαταίνω, μεγεθύνω, φουσκώνω, διευρύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, να διευρύνουν
Ampliare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amplesso στα ελληνικά - αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
  • ampliamento στα ελληνικά - διεύρυνση, διαστολή, εξάπλωση, μεγέθυνση, επέκταση, παράταση, επέκτασης, ...
  • amplificare στα ελληνικά - ενισχύω, ενισχύουν, ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχύει, την ενίσχυση
  • amplificatore στα ελληνικά - ενισχυτής, ενισχυτή, του ενισχυτή, ενισχυτού, ενισχυτών
Τυχαίες λέξεις
Ampliare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνω, εκτείνομαι, διαστέλλω, πλαταίνω, μεγεθύνω, φουσκώνω, διευρύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, να διευρύνουν