Διευρύνω στα ιταλικά

Μετάφραση: διευρύνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampliare, allargare, strombo, splay, strombatura, allargato, disteso
Διευρύνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διευρύνω

διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω λεξικο, διευρύνω αντωνυμα, διευρύνω αγγλικα, διευρύνω αντωνυμο, διευρύνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διευρύνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διευκολύνω στα ιταλικά - agevolare, facilitare, facilitare la, facilitare il
  • διευκρινίζω στα ιταλικά - illustrare, spiegare, chiarire, precisare, di chiarire, chiarire le, chiarezza
  • διεύθυνση στα ιταλικά - orazione, arringa, indirizzare, recapito, indirizzo, discorso, facoltà, ...
  • διεύρυνση στα ιταλικά - ampliamento, espansione, di espansione, l'espansione, dilatazione, sviluppo
Τυχαίες λέξεις
Διευρύνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ampliare, allargare, strombo, splay, strombatura, allargato, disteso