Apposito στα ελληνικά

Μετάφραση: apposito, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικειοποιούμαι, κατάλληλος, σφετερίζομαι, ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό
Apposito στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apporre στα ελληνικά - προσθέτω, πρόσφυμα, τοποθετεί, επιθέτει, επιθέσει, θέτει, τοποθετούν
  • apportare στα ελληνικά - φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
  • appostamento στα ελληνικά - ενέδρα, παγιδεύω, καρτέρι, παγίδα, καταδίωξη, δούρειος, καταδίωξης, ...
  • apprendere στα ελληνικά - μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Τυχαίες λέξεις
Apposito στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικειοποιούμαι, κατάλληλος, σφετερίζομαι, ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό