Ausilio στα ελληνικά

Μετάφραση: ausilio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθώ, βοηθός, αρωγή, βοήθημα, επικουρία, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Ausilio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auricolare στα ελληνικά - ακουστικά, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικού, του ακουστικού
  • aurora στα ελληνικά - αυγή, Aurora, σέλας, αυγής, Αουρόρα
  • auspicio στα ελληνικά - προμήνυμα, προστασία, οιωνός, οιωνό, σημάδι, προμηνύματος
  • austero στα ελληνικά - σοβαρός, αυστηρός, σέρτικος, δριμύς, απέριττος, λιτός, αυστηρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Ausilio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθώ, βοηθός, αρωγή, βοήθημα, επικουρία, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν