Confiscare στα ελληνικά
Μετάφραση: confiscare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- confine στα ελληνικά - δεμένος, σύνορο, όριο, μεθόριος, παραμεθόριος, περιορίζω, ρέλι, ...
- confisca στα ελληνικά - σπασμός, κατάσχεση, δήμευση, δήμευσης, τη δήμευση, κατάσχεσης
- conflitto στα ελληνικά - αγωνίζομαι, μάχη, αγώνας, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, ...
- confondere στα ελληνικά - μπερδεύω, κατατροπώνω, συγχύζω, ταράσσω, συγχύσει
Τυχαίες λέξεις
Confiscare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν