Contagiare στα ελληνικά
Μετάφραση: contagiare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- contabilità στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
- contadino στα ελληνικά - χωριάτης, αγρότης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
- contagio στα ελληνικά - λοίμωξη, μόλυνση, μετάδοση, μετάδοσης, μόλυνσης, εξάπλωσης
- contaminazione στα ελληνικά - μόλυνση, μίασμα, μόλυνσης, ρύπανση, η μόλυνση, τη μόλυνση
Τυχαίες λέξεις
Contagiare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Μεταφράσεις: μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν