Direttamente στα ελληνικά

Μετάφραση: direttamente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμέσως, τώρα, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
Direttamente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diramazione στα ελληνικά - παρακλάδι, διακλάδωση, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, κλάδος
  • dire στα ελληνικά - διηγούμαι, κρένω, μιλώ, λέω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, λένε, ...
  • direttivo στα ελληνικά - διευθυντικός, εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστικών, εκτελεστικά, εκτελεστική
  • diretto στα ελληνικά - απόλυτος, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, ευθύς, ίσιος, απευθείας, άμεσος, ...
Τυχαίες λέξεις
Direttamente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμέσως, τώρα, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση