Αμέσως στα ιταλικά

Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immediato, subito, immediatamente, direttamente, immediata
Αμέσως στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμέσως

αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας ιταλικά, αμέσως στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αμέλεια στα ιταλικά - tralasciare, dimenticanza, trascuratezza, trascurare, negligenza, negligere, colpa, ...
  • αμέριμνος στα ιταλικά - spensierato, leggero, leggera, spensierata, scanzonato
  • αμίαντος στα ιταλικά - amianto, all'amianto, dell'amianto, di amianto, l'amianto
  • αμαθής στα ιταλικά - ignorante, disimparato, unlearned, ignoranti, disimparata
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: immediato, subito, immediatamente, direttamente, immediata