Dubbioso στα ελληνικά
Μετάφραση: dubbioso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drogato στα ελληνικά - πικάντικος, πρεζόνι, τοξικομανής, τοξικομανή, junkie, πρεζάκι
- dubbio στα ελληνικά - αμφισβητώ, αμφιβάλλω, διφορούμενος, αβεβαιότητα, αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολίες, ...
- dubitare στα ελληνικά - υποπτεύομαι, αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφισβητώ, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, ...
- due στα ελληνικά - δυο, δύο, τα δύο, των δύο
Τυχαίες λέξεις
Dubbioso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών
Μεταφράσεις: αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών