Αμφίβολος στα ιταλικά

Μετάφραση: αμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dubbioso, malsicuro, incerto, iffy
Αμφίβολος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφίβολος

αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αμφίβολος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αμφίβιο στα ιταλικά - anfibio, anfibi, Amphibian, ambiente anfibio, degli anfibi
  • αμφίβιος στα ιταλικά - anfibio, anfibi, anfibia, anfibie, amphibious
  • αμφίεση στα ιταλικά - abbigliare, abbigliamento, abito, di abbigliamento, capi di vestiario, l'abbigliamento
  • αμφιβάλλω στα ιταλικά - dubbio, dubitare, dubbi, sicuramente, di dubbio
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβολος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dubbioso, malsicuro, incerto, iffy