Giudiziario στα ελληνικά
Μετάφραση: giudiziario, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικανικός, νόμιμος, δικαστικός, δικαστήρια, δικαστικής εξουσίας, δικαστικού σώματος, δικαστικό σώμα
Μεταφράσεις
- giudice στα ελληνικά - κριτής, δικάζω, δικαιοσύνη, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
- giudiziale στα ελληνικά - δικαστικός, δικανικός, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές
- giudizio στα ελληνικά - άποψη, εκτίμηση, γνώμη, κρίση, ετυμηγορία, ιδέα, υπολογίζω, ...
- giumenta στα ελληνικά - φοράδα, Mare, φοράδας, Μάρε, φοράδων
Τυχαίες λέξεις
Giudiziario στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικανικός, νόμιμος, δικαστικός, δικαστήρια, δικαστικής εξουσίας, δικαστικού σώματος, δικαστικό σώμα
Μεταφράσεις: δικανικός, νόμιμος, δικαστικός, δικαστήρια, δικαστικής εξουσίας, δικαστικού σώματος, δικαστικό σώμα