Δικαστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giudiziale, giudiziario, giudiziaria, giurisdizionale, controllo giurisdizionale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστικός
δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δικαστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δικαστήριο στα ιταλικά - cortile, tribunale, corte, giudice, tennis, da tennis
- δικαστής στα ιταλικά - magistrato, giudice, giudicare, giudice di, giudice ha
- δικηγόρος στα ιταλικά - legale, giurista, avvocato, all'avvocato, l'avvocato, avvocato di
- δικτάτορας στα ιταλικά - dittatore, dictator, il dittatore, dittatura
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: giudiziale, giudiziario, giudiziaria, giurisdizionale, controllo giurisdizionale
Μεταφράσεις: giudiziale, giudiziario, giudiziaria, giurisdizionale, controllo giurisdizionale