Grasso στα ελληνικά
Μετάφραση: grasso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγάλος, αισχρός, χοντρός, λιπαρός, απίθανος, λιπαντικό, ακαθάριστος, χόνδρος, γράσο, λίπος, πρόστυχος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- granturco στα ελληνικά - καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
- grappolo στα ελληνικά - δέσμη, σύμπλεγμα, συστοιχία, μάτσο, τσαμπί, συστάδα, συμπλέγματος, ...
- grassoccio στα ελληνικά - παχουλός, τροφαντός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
- grata στα ελληνικά - δίχτυ, πλέγμα, σχάρα, ενοχλητικός, εσχάρας, σχάρας, εσχάρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Grasso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγάλος, αισχρός, χοντρός, λιπαρός, απίθανος, λιπαντικό, ακαθάριστος, χόνδρος, γράσο, λίπος, πρόστυχος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Μεταφράσεις: μεγάλος, αισχρός, χοντρός, λιπαρός, απίθανος, λιπαντικό, ακαθάριστος, χόνδρος, γράσο, λίπος, πρόστυχος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος