Immediato στα ελληνικά
Μετάφραση: immediato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμέσως, υποκινώ, στιγμιαίος, γρήγορος, ωθώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- immatricolare στα ελληνικά - εντάσσω, καταχωρώ, εγγράφομαι, μητρώο, καταγραφή, εγγραφείτε, εγγραφή, ...
- immediatamente στα ελληνικά - αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα
- immensità στα ελληνικά - αχανές, απεραντοσύνη, απεραντοσύνης, την απεραντοσύνη, τεράστιου
- immenso στα ελληνικά - τεράστιος, πελώριος, απέραντος, τεράστια, απέραντη, τεράστιες, τεράστιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Immediato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμέσως, υποκινώ, στιγμιαίος, γρήγορος, ωθώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Μεταφράσεις: αμέσως, υποκινώ, στιγμιαίος, γρήγορος, ωθώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα