Ωθώ στα ιταλικά

Μετάφραση: ωθώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sollecito, pronto, immediato, suggerire, spingere, spinta, pressione, di spinta, premere
Ωθώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωθώ

καθώς συνώνυμα, ωθώ english, ωθώ συνώνυμα, ωθώ λεξικο, ωθώ στα αγγλικά, ωθώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, ωθώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ψώρα στα ιταλικά - scabbia, la scabbia, scabies, di scabbia, rogna
  • ωάριο στα ιταλικά - ovulo, uovo, ovum, dell'ovulo, ovuli
  • ωκεανός στα ιταλικά - oceano, mare, dell'oceano, sull'oceano, marino
  • ωμός στα ιταλικά - greggio, primitivo, grezzo, rozzo, crudo, prima, prime
Τυχαίες λέξεις
Ωθώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sollecito, pronto, immediato, suggerire, spingere, spinta, pressione, di spinta, premere