Invenzione στα ελληνικά

Μετάφραση: invenzione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαντασία, σύλληψη, εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Invenzione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inventario στα ελληνικά - απογραφή, απογραφής, κατάλογο, αποθεμάτων, αποθέματος
  • inventore στα ελληνικά - εφευρέτης, εφευρέτη
  • invernale στα ελληνικά - χειμωνιάτικος, χειμερινός, χειμερινές, χειμερινούς, χειμερινή
  • inverno στα ελληνικά - χειμώνας, διαχειμάζω, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, του χειμώνα
Τυχαίες λέξεις
Invenzione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαντασία, σύλληψη, εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης